Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὰς περιόδους

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… …   Dictionary of Greek

  • εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… …   Dictionary of Greek

  • επίρρυτος — ἐπίρρυτος, ον (Α) [επιρρέω] 1. (για νερό) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.) 2. (ειδ.) (για τροφές) αυτός που χύνεται στο σώμα 3. αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από κάπου 4. άφθονος («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν… …   Dictionary of Greek

  • οβελίσκος — Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται… …   Dictionary of Greek

  • περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… …   Dictionary of Greek

  • πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) …   Dictionary of Greek

  • σπήλαιο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (590 κάτ., υψόμ. 80 μ.) στην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 590 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (38 κάτ., υψόμ. 530 μ.), στην επαρχία Δωδώνης του νομού… …   Dictionary of Greek

  • στηριγμός — ο, ΝΜΑ [στηρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στηρίζω, στήριξη, στήριγμα νεοελλ. αστρον. το σημείο τής φαινομένης τροχιάς ενός πλανήτη, κατά το οποίο εκείνος, ενώ μεταβάλλει φορά κινήσεως, φαίνεται να στέκεται ακίνητος μσν. αρχ. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»